- τεμπελχανιό
- τό1) см. τεμπελιά; 2) логово бездельников, лодырей; 3) куча бездельников
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
τεμπελχανιό — το, Ν βλ. τεμπελχανείο … Dictionary of Greek
τεμπελχανείο — και τεμπελχανιό, το, Ν·ομάδα ή κατοικία τεμπέληδων. [ΕΤΥΜΟΛ. < τεμπελχανάς. Η λ., στον λόγιο τ. τεμπελχανεῖον, μαρτυρείται από το 1898 στην εφημερίδα Ακρόπολις] … Dictionary of Greek